ολοζωικός

ολοζωικός
-ή, -ό
βιολ. χαρακτηρισμός τών οργανισμών που διατρέφονται με τρόπο παρόμοιο με τον τρόπο τών ζώων, δηλαδή με την κατάποση είτε άλλων οργανισμών ή προϊόντων τους είτε άλλης πολύπλοκης οργανικής ουσίας, οργανισμών στους οποίους συγκαταλέγονται τα ζώα, οι μύκητες και τα εντομοφάγα και παρασιτικά πράσινα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holozoic (< ολ[ο]-* + ζωικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”